ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ 1948
                                   (Ο μοιραίος Μάης)

                                          Στέλιος Καγκιούζης
                                           Αντιστράτηγος ε.α

Ο Μάης του 1948 δεν ήταν σαν τους άλλους που γνώρισε ο τόπος μας.
Δεν είχε τη χαρά της Άνοιξης και το χαμόγελο της ελπίδας.
Έφερε μαζί του το φόβο του θανάτου της εμφύλιας σύρραξης που άρχισε από το 1946 και βρίσκονταν στο αποκορύφωμά της.
Οι κάτοικοι της υπαίθρου υπέφεραν από τις συνεχείς επιδρομές των ομάδων του λεγόμενου “Δημοκρατικού Στρατού”,τους Αντάρτες ,όπως ήταν γνωστοί στον τόπο μας.
Λεηλατούσαν το βιό,επιστράτευαν βίαια αγόρια και κορίτσια και καταδίωκαν όσους δεν ταυτίζονταν με τους σκοπούς και επιδιώξεις του ΚΚΕ.
Οι δυστυχείς κάτοικοι, για να περισώσουν ότι μπορούσαν, μετέφεραν σε σπηλιές και άλλες κρυψώνες τρόφιμα και ιματισμό πριν καταλήξουν λεία των Ανταρτών.
Τα υποψήφια θύματα που είχε προδιαγράψει το ΚΚΕ από τον εμφύλιο των Ανταρτικών Ομάδων 1943-44 (ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ) κατέφευγαν για να επιζήσουν στις σπηλιές,σε καλύβες μέσα στο δάσος και σε καλομποκιές.
Είχα την ατυχία να ζήσω ,μικρό παιδί 6 ετών,το δράμα των ημερών εκείνων που σημάδεψαν τη ζωή μου.Ο πατέρας μου,ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης,όπως όλοι τους στο χωριό,δεν γνώριζε από Μαρξισμό,Κομμουνισμό,Φασισμό, Καπιταλισμό.Γνώριζε όμως από Ανθρωπισμό.Διέσωσε ένα 20χρονο παιδί που διέφυγε της σφαγής που έγινε στο χωριό από τους Αντάρτες του ΕΛΑΣ τον Ιαν.του 1944 ,το απέκρυψε στο σπίτι μας και το προώθησε, με άμεσο κίνδυνο της ζωής του, στην οικογένειά του.
Αυτό στοίχισε την συνεχή καταδίωξη από τους Αντάρτες και την αγωνία της επιβίωσής μας κατά την διάρκεια του εμφυλίου 1946-49.
Κάθε φορά που πλησίαζαν Αντάρτες στο χωριό γινόμασταν τρόφιμοι των σπηλιών ώσπου να περάσει η μπόρα.
Ηχεί ακόμα στα αυτιά μου η συγκλονιστική φωνή .”Φύγετε.Έρχονται Αντάρτες”
Η είδηση μεταδίδονταν αμέσως σε όλο το χωριό.Οι κάτοικοι πανικόβλητοι έτρεχαν να περάσουν την γέφυρα Κονδύλη πριν καταληφθεί από τους Αντάρτες και εγκλωβιστούν.
Τον Μάη του 1948 ο εμφύλιος βρισκόταν στο αποκορύφωμα της εξέλιξής του.
Ο “Δημοκρατικός Στρατός”αιμοραγούσε,έπασχε από λειψανδρεία,δεν προσήρχοντο πλέον νέοι στις τάξεις του και στέρεψαν οι πηγές ανεφοδιασμού του.
Έτσι απεφάσισε την βίαιη στρατολόγηση ανδρών και γυναικών με αιφνιδιαστικές κινήσεις σε κωμοπόλεις και χωριά προς υφαρπαγή τροφίμων και στρατολόγηση.
Στην περιοχή Αγράφων-Τζουμέρκων δρούσαν 800-1000 άνδρες του “Δημοκρατικού Στρατού” που με επιδρομές τρομοκρατούσαν τους κατοίκους.
Ο “Εθνικός Στρατός” , εφαρμόζοντας γενικό σχέδιο ,επιχειρούσε με τις μάχιμες δυνάμεις στους ορεινούς όγκους τον εγκλωβισμό των ανταρτών και στη συνέχεια εγκαθιστούσε Τάγματα Εθνοφυλακής που ήταν υπεύθυνα για την προστασία των χωριών.
Στα χωριά της περιοχής μας τον Μάη του 1948 ήταν εγκαταστημένο το 8ο Τάγμα Εθνοφυλακής με έδρα το Τετράκωμο(Ταμπούρια).
Το Τάγμα οργάνωσε δίκτυο εγκαίρου προειδοποιήσεως σε περίπτωση προσεγγίσεως Ανταρτικών ομάδων στα χωριά ευθύνης του.
Υπεύθυνο τομεάρχη για το Μυρόφυλλο και τα χωριά Πολυνέρι,Βαλκάνο,Καληκώμη, όρισε το Τάγμα τον πρώην χωροφύλακα και Γραμματέα της Κοινότητας,αείμνηστο Απόστολο Καγκιούζη.
Ήταν ο μόνος από τις ηγετικές μορφές της περιόδου αυτής που μετά την απελευθέρωση παρέμεινε στη θέση του.Οι υπόλοιποι όπως οι αείμνηστοι, Παπανικολάου Δημήήτριος
(δάσκαλος),Παπαγεωργίου Αθανασιος(γιατρός) και Ράπτης Αθανάσιος(δάσκαλος),που προστάτεψαν το χωριό κατά τον εμφύλιο των Ανταρτικών Ομάδων (ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ) 1943-44 μετεκόμισαν σε ασφαλή αστικά κέντρα.
Στις 8 Μαΐου 1948 το σύστημα προειδοποιήσεως δεν λειτούργησε αποτελεσματικά.
Ομάδα Ανταρτών από την περιοχή Ανθηρού, ακολουθώντας τα παρόχθια μονοπάτια του Αχελώου, προσέγγισε το χωριό με σκοπό την αιφνιδιαστική κατάληψη της Γέφυρας. Γενόμενη αντιληπτή όταν πλησίαζαν πλέον το χωριό δόθηκε το σύνθημα. “Φύγετε...Έρχονται Αντάρτες”.Επακολούθησε πανικός.Ένας ολόκληρος συρφετός από άνδρες,γυναίκες,παιδιά και ζώα κινούνται προς τη γέφυρα και συνωθούνται για να περάσουν στην απέναντι όχθη του Αχελώου,όπου ήταν το Τάγμα Εθνοφυλακής.
Μανάδες φωνάζουν τα παιδιά να τρέξουν,άνδρες τρέχουν να οδηγήσουν τα ζώα στη γέφυρα,κλάματα μικρών παιδιών,σκηνικό εξόδου Μεσολογγίου.
Αυτό γίνεται ακόμα τραγικότερο όταν οι αντάρτες φθάνοντας στη Αγία Παρασκευή ρίχνουν εκφοβιστικές βολές προς τη γέφυρα.
Το βράδυ βρίσκει σχεδόν όλους τους κατοίκους του χωριού στοιβαγμένους στη εκκλησία του Τετρακώμου.
Οι Αντάρτες κατέλαβαν το ύψωμα Αμβροσία και τη γέφυρα Κονδύλη όπου εγκατέστησαν φυλάκεια.Συνέλαβαν και κράτησαν ομήρους τους συγχωριανούς μας Κων/νο Ράπτη,σύνδεσμος Μυροφύλλου-Τάγματος,και τον Χρήστο Καραούλη από το Μελογόζι.
Ο Διοικητής του Τάγματος καταλογίζει ευθύνες για τον αιφνιδιασμό στον υπεύθυνο του τομέα Απόστ. Καγκιούζη και απειλεί να τον κρεμάσει στη γέφυρα.
Το Τάγμα μετά από εκτίμηση της κατάστασης ενεργεί συντονισμένη επίθεση από Κάψαλα-Προφ.Ηλίας Γλύστρας -Αμβροσία και μετωπική από Τζουμανικέϊκα-Γέφ.Κονδύλη.
Οι Αντάρτες αναγκάστηκαν σε υποχώρηση αφήνοντας ελεύθερους τους ομήρους και εγκαταλείποντας ένα τραυματία αντάρτη.
Οι κάτοικοι δεν επέστρεψαν πίσω στο χωριό.Έμειναν για 50 μέρες περίπου στην προστασία και ασφάλεια του Τάγματος στην εκκλησία του Τετρακώμου και στην συνέχεια υποχρεώθηκαν να πάρουν το δρόμο της εσωτερικής προσφυγιάς,
Μεταφέρθηκαν σε ασφαλή αστικά κέντρα χαρακτηριζόμενοι ως Ανταρτόπληκτοι διαμένοντες στη περίμετρο των πόλεων σε πρόχειρα παραπήγματα ή σκηνές και συντηρούμενοι από την Αμερικανική βοήθεια (UNRA).
Η πείνα και η εξαθλίωση παυ μάστιζε τα αστικά κέντρα κατά την Γερμανική κατοχή μαστίζει τώρα τους δύστυχους κατοίκους της ερειπωμένης υπαίθρου.
Οι πόλεις που φιλοξένησαν το μεγαλύτερο ποσοστό των χωριανών ήταν η Άρτα,τα Τρίκαλα και ο Βόλος, εκεί που σήμερα είναι οι οικισμοί των Αποδήμων Μυροφυλλιτών.
Ο Εμφύλιος σπαραγμός μετά από ένα χρόνο θα λάβει τέλος(Αυγ.1949).
Οι πληγές που άφησε πίσω του και οι καταστροφές δεν επουλώνονται.
Όσοι από τους χωριανούς μας γύρισαν πίσω βρήκαν ρημαγμένα σπίτια και άγριο τοπίο.
Ενθυμούμαι όταν την Άνοιξη του 1949 επιστρέψαμε το σπίτι μας ήταν πνιγμένο στα χόρτα και κυνηγούσαμε τους λαγούς με τις πέτρες.
Αυτοί που επέστρεψαν ρίχτηκαν και πάλι στον αγώνα να ξαναστήσουν το σπιτικό τους και να ξαναζήσουν στον τόπο τους.
Το μετεμφυλιακό Κράτος δεν μπόρεσε να βοηθήσει την ερειπωμένη ύπαιθρο.
Η ευχή των γονιών στα παιδιά τους ήταν να φύγουν από το χωριό για να βρούν καλύτερη τύχη.Και τα παιδιά ξενιτεύονταν για να βρούν εργασία να ζήσουν και να βοηθήσουν την οικογένεια που άφησαν πίσω.
Τα μεγαλύτερα αδέλφια βοηθούσαν τα μικρότερα να αναζητούσαν κι αυτά καλύτερη τύχη.
Το χωριό μίκρυνε και η ξενητειά κρατούσε πια μόνιμα τα νειάτα στην αγκαλιά της.
Ήταν το πρώτο κύμα φυγής που ξεκίνησε από τον μοιραίο Μάη του 1948.
Επακολούθησε το δεύτερο της δεκαετίας του 1960 με το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Γερμανία.
Το χωριό αποστεώθηκε.Έφυγε η ικμάδα του χωριού,τα νειάτα.Έμειναν πίσω αυτοί που έγραψαν την ματωμένη ιστορία της δεκαετίας του 1940.
Αυτές οι ψυχές που δημιούργησαν το έπος του 40,γνώρισαν τον άθλο της εθνικής Αντίστασης 41-42,βίωσαν την εθνική προδοσία του 43-44,μέθυσαν από την χαρά της νίκης του 44-45,γέμισαν με ελπίδες για το αύριο το 45-46,και ξανάζησαν την φρίκη του εμφυλίου με την αλόγιστη εθνική προδοσία του ΚΚΕ το 46-49.
Και ήλθε η δεκαετία του 1950.Ήλπιζαν επι τέλους στις καλύτερες μέρες.Καλύτερες ίσως για τα παιδιά τους.
Αυτοί έμειναν στον τόπο τους.Με τα ροζιασμένα χέρια τους να σκάβουν τη γή ,με το αυλακωμένο πρόσωπο και τα βουρκωμένα μάτια να αγναντεύουν το δρόμο που αποχαιρετούσαν τα ξενετιμένα παιδιά τους.Δεν τον ακολούθησαν ποτέ.Δεν άντεχαν την ξενητιά.Έμειναν στον τόπο τους ,υπηρέτησαν τη γή τους και αυτή τους κράτησε στην αγκαλιά της.

Πηγές:
Στρατιωτική Ιστορία
Αρχείο Αποστ.Καγκιούζη
Προσωπικά βιώματα



Το χωριό μας